- λιθοθραύστης
- ο1. εργάτης που σπάζει πέτρες2. θραυστήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυο-θραύστης, κυματοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.